Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Μιλώντας για ξύλο.

Στις 5 του Μάρτη, κατά την συγκέντρωση της γενικής απεργίας, έπεσε "λίγο" ξύλο. Ξυλοδέκτες ήταν ο Γ. Παναγόπουλος, ο πρόεδρος του τριτοβάθμιου (ανώτατου) συνδικαλιστικού οργάνου των εργατών της Ελλάδας και ο Μ. Γλέζος ο γνωστός αριστερός αγωνιστής που έμεινε στην ιστορία, κυρίως, για το κατέβασμα (υποστολή) της ναζιστικής σημαίας από την ακρόπολη την περίοδο της κατοχής από τις γερμανικές δυνάμεις.
Όπως συμβαίνει κάθε φορά που πέφτει ξύλο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, βγαίνουν διάφοροι και καταδικάζουν την βία από όπου και αν προέρχεται. Κάποια μέσα ενημέρωσης όμως έκαναν το πραγματικό σεληνιακό άλμα και μίλησαν για κοινή «επίθεση που δέχτηκαν από διαδηλωτές» (εδώ) την ώρα που όλοι ξέρουμε ότι ο Παναγόπουλος έφαγε ξύλο από διάφορους απεργούς που ήταν εκείνη την ώρα στην συγκέντρωση, ενώ ο Γλέζος έφαγε ξύλο και δέχτηκε χημικά δηλητήρια από τα ΜΑΤ (Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης). Ας μην μείνουμε όμως στην προφανή παραποίηση των γεγονότων. Καλύτερα να κοιτάξουμε την κεκαλυμμένη παραποίησή τους.
Η ερμηνεία για το ξύλο που έφαγε ο Παναγόπουλος παρ’ όλες τις γραφικές προσπάθειες που έκαναν να το προσδώσουν σε μια οργανωμένη επίθεση κουκουλοφόρων τρομοκρατών αντιεξουσιαστών με καλάσνικοφ και βόμβες μολότοφ, (ο Παναγόπουλος μίλησε για οργανωμένη δολοφονική επίθεση), καταστάλαξε τελικά σε ένα «καταδικάζουμε το γεγονός» και τελειώσανε. Αυτό από την μία πλευρά. Κάποιοι της αριστεράς όμως μίλησαν για προβοκάτσια [1]. Η θεώρηση όμως αυτού του γεγονότος ως προβοκάτσια, δεν μπορεί να έχει άλλο σκοπό από το να λειτουργήσει σαν δεκανίκι στην καταγγελία, περιστέλλοντας την σημασία του γεγονότος: όχι μόνο το καταδίκασαν αλλά τόνισαν και την απαξία του, αφού ήταν βαλτό από τα πάνω και τα έξω.
Για εμάς το ξύλο που δέχτηκε ο Παναγόπουλος έχει μια άλλη σημασία. Θεωρούμε ότι αυτό το γεγονός είναι ένας από τους παραπόταμους της εξέγερσης του 2008. Δεδομένου ότι η επίθεση έγινε από κάποιους και διάφορους απεργούς που βρίσκονταν εκείνη την στιγμή εκεί κοντά στο σημείο που ο Παναγόπουλος πλησίασε τα μικρόφωνα για να βγάλει λόγο, θεωρούμε ότι ξυλοδαρμός του Παναγόπουλο φέρει μέσα του όχι απλώς μια οργή για τον θεσμικό συνδικαλισμό, αλλά μια έμπρακτη έκφραση της απονομιμοποίησής του. Ο ξυλοδαρμός του Παναγόπουλου σημαίνει την κρίση της εκ- και αντι-προσώπευσης κομματιού των εργαζομένων από τη ΓΣΕΕ. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάγκης αναζήτησης οργάνωσης από την βάση.

Το ξύλο και τα χημικά που έφαγε ο Γλέζος κάποιοι το χάρηκαν σίγουρα (η «παράληψη» αναφοράς στο γεγονός από την ιστοσελίδα της kathimerini.gr, μόνο ως τέτοιο μπορούμε να το εκλάβουμε). Αλλά οι περισσότεροι έτρεξαν να εκφράσουν τον έμπρακτο ρατσισμό τους: ο τονισμός ότι ένας ήρωας έφαγε ξύλο δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από εφαρμοσμένος ρατσισμός, την ώρα που τα τάγματα ασφαλείας έχουν οργιάσει στην χρήση βίας γενικότερα. Η δήλωση του Μ. Γλέζου ότι στο πρόσωπό τους χτυπήθηκε ο «πολίτης», είναι μια τίμια αλλά αποτυχημένη προσπάθεια να προσγειώσει το γεγονός στις πολιτικές του διαστάσεεις, δεδομένου ότι η έννοια του «πολίτης» είναι διαστρωματωμένη έτσι και αλλιώς: δεν είναι όλοι οι πολίτες ίσοι και κυρίως, δεν είναι όλοι πολίτες (με την έννοια ότι δεν είναι όλοι θεσμικά αναγνωρισμένοι ως πολίτες, δες «λαθρομετανάστες»).
Μια τέτοια τίμια, πλην αποτυχημένης, προσπάθεια έχει ξαναγίνει από τον Μ. Γλέζο: τότε με την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από την ακρόπολη. Το κατέβασμα της σημαίας, ως συμβόλου κατοχής από ξένες δυνάμεις και συμβόλου του φασισμού-ναζισμού, δημιούργησε ένα έλλειμμα στον ιστό. Ο αέρας φύσαγε και δεν είχε τι να κυματίσει. Οπότε τα καθεστωτικά τζμάνια σκέφτηκαν, εκ των υστέρων, σε αυτό το έλλειμμα να ανυψώσουν την ΕΛΛΗΝΙΚΗ σημαία: ούτως ή άλλως η εθνικόφρονη ιστοριογραφία είχε και έχει κατακρεουργήσει την περίοδο της «εθνικής» αντίστασης, ταυτίζοντάς την μόνο με το εθνικό στοιχείο. Αλλά η κατοχική αντίσταση δεν ήταν ποτέ μια καθαρά εθνικο-απελευθερωτική κίνηση. Ήταν μαζί με όλα τα άλλα και μια επαναστατική ταξική σύγκρουση. Η συμμετοχή στην Αντίσταση βιώθηκε ως μια διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού (τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την καθημερινότητα, όσο και σε σχέση με την προοπτική της μεταπολεμικής κοινωνίας) από ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων, είτε των εργατικών στρωμάτων των αστικών κέντρων, είτε των αγροτικών στρωμάτων της υπαίθρου ( Παναγιώτης Σωτήρης, 2007, εδώ).

Όπως και να έχει, αν για το 1942 το έλλειμμα σημαίας απαντήθηκε με τον πληθωρισμό της εθνικής σήμανσης, στα 2010 ο πληθωρισμός της σήμανσης του «πολίτη» καλύπτει το έλλειμμα αναγνώρισης πολιτών.

[1] Και εμείς έχουμε χρησιμοποιήσει αρκετές φορές αυτό το ερμηνευτικό εργαλείο, αλλά όσες φορές το κάναμε μιλήσαμε για κινήσεις που άσχετα αν είναι προβοκάτσια ή όχι, ως εκ τούτου δρουν ως προβοκάτσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου